ἐχθραίνομαι

ἐχθραίνομαι
ἐχθραίνω
hate
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εχθραίνω — ἐχθραίνω (ΑΜ) [έχθρα] (μεταγ. τ. τού εχθαίρω) 1. μισώ, εχθρεύομαι 2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.) 3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”